δοξομανεῖς

δοξομανεῖς
δοξομανέω
to be mad after fame
pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic)
δοξομανής
mad after fame
masc/fem acc pl
δοξομανής
mad after fame
masc/fem nom/voc pl (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δοξομανής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, υπερβολικά φιλόδοξος, μεγαλομανής: Ορισμένοι ηθοποιοί είναι δοξομανείς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”